- μιάντης
- μιάντης, ὁ (Α) [μιαίνω]αυτός που μιαίνει, που μολύνει, ο μιάστωρ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιάντης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek